- ποτπουρί
- το(λ. γαλλ.)1. συρραφή διάφορων μελωδιών σ' ένα σύνολο.2. μτφ., σύνολο από ποικιλόμορφα πράγματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.